- εξασθενής
- ης, ες хим. шестивалентный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξασθενής — (I) ἐξασθενής, ές (Α) [ασθενής] αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος. (II) ές χημ. 1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός 2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον… … Dictionary of Greek
εξασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (χημ.), που έχει έξι σθένη, εξατομικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξασθενοῦς — ἐξασθενής financially weak masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασθενεῖ — ἐξασθενέω to be utterly weak pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐξασθενέω to be utterly weak pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐξασθενής financially weak masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξασθενής financially weak… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασθενεῖς — ἐξασθενέω to be utterly weak pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐξασθενής financially weak masc/fem acc pl ἐξασθενής financially weak masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek
σορβίτης — ο, Ν (χημ. φαρμ.) οργανική ένωση, κορεσμένη εξασθενής αλκοόλη, που για πρώτη φορά απομονώθηκε από τους καρπούς ειδών τού γένους φυτών σόρβος, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά από τη γλυκόζη και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για τη διουρητική,… … Dictionary of Greek
εξατομικός — ή, ό (χημ.), που έχει έξι ατομικότητες, που έχει ατομικότητα η οποία χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 6, εξασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξασθενῶν — ἐξασθενέω to be utterly weak pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐξασθενής financially weak masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)